- σαβᾶν
- σαβάζωfut part act masc voc sg (doric aeolic)σαβάζωfut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)σαβάζωfut part act masc nom sg (doric aeolic)σαβάζωfut inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαβᾶν — Σαβάζω fut part act masc voc sg (doric aeolic) Σαβάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) Σαβάζω fut part act masc nom sg (doric aeolic) Σαβάζω fut inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβάν, Εδουάρδος — (Chavannes). Γάλλος σινολόγος (1865 1918). Διατέλεσε καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας και ασχολήθηκε κυρίως με την ιστορία και την αρχαιολογία. Ταξίδευσε στην Κίνα για αρχαιολογικές έρευνες και έγραψε το έργο Η αρχαιολογική αποστολή στη βόρεια… … Dictionary of Greek
Πυβί ντε Σαβάν, Πιερ — (Puvis de Chavan nes, 1824 – 1898). Γάλλος ζωγράφος. Αρχικά παρόμοιας τεχνοτροπίας με εκείνη του Ενγκρ, προσανατολίστηκε αργότερα σε αναζητήσεις εμπρεσιονιστικές, αποβλέποντας σε μια διακοσμητική ζωγραφική μεγάλων επιφανειών. Οι διάφορες… … Dictionary of Greek
πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και … Dictionary of Greek
σάβανο — το / σάβανον, ΝΜΑ νεοελλ. άσπρο σεντόνι με το οποίο καλύπτεται κατάσαρκα το σώμα νεκρού μσν. αρχ. τεμάχιο λινού υφάσματος το οποίο χρησίμευε για σκούπισμα τού σώματος ή τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης, την οποία δανείστηκε… … Dictionary of Greek
συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Γκονθάλεθ, Χούλιο — (Julio Gonzalez, 1876 – 1942). Ισπανός γλύπτης. Διδάχθηκε την τέχνη της κατεργασίας των μετάλλων στο εργαστήρι του πατέρα του, που ήταν χρυσοχόος. Το 1900 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και ασχολήθηκε με σχεδιαγράμματα και κρητιδογραφήματα (παστέλ),… … Dictionary of Greek
Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η … Dictionary of Greek
Μορό, Γκιστάβ — (Gystave Moreau, Παρίσι 1826 – 1898). Γάλλος ζωγράφος. Μαζί με τον Πιβίς ντε Σαβάν εκφράζει την πνευματική αντίδραση, που στο δεύτερο μισό του 19ου αι. αντέκρουσε τον ρεαλισμό και με το γεμάτο συμβολικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες περιεχόμενό… … Dictionary of Greek